ελατοφόρος

ελατοφόρος
(I)
ο
νεοελλ.
το αριστερό άλογο ζεύγους που σέρνει πυροβόλο με τον ελάτη.
————————
(II)
ἐλατοφόρος, -ον (Μ)
(για τόπο) γεμάτος έλατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”